- πιλοποιία
- η, ΝΑ [πιλοποιός]η κατασκευή πίλων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιλοποιία — πιλοποιίᾱ , πιλοποιία felting fem nom/voc/acc dual πιλοποιίᾱ , πιλοποιία felting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλοποιία — η βιομηχανία κατασκευής καπέλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουνέλι — Κοινή ονομασία του είδους Οryctolagus cuniculus, μοναδικού αντιπροσώπου του γένους του, της οικογένειας των leporidae. Πρόκειται για λαγόμορφο θηλαστικό, το οποίο, σε άγρια κατάσταση, ζει μέσα σε υπόγειες, διακλαδιζόμενες φωλιές, με στοές που… … Dictionary of Greek
πιλοποιητικός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πιλοποιία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πιλοποιητική η τέχνη κατασκευής πίλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πιλοποιῶ (< πιλοποιός)] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Καλαμάτας — Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Καλαμάτας ιδρύθηκε από τον τοπικό Σύλλογο προς Διάδοσιν των Γραμμάτων, με σκοπό τη συγκέντρωση αρχειακού υλικού και αντικειμένων σχετικά με την ελληνική επανάσταση του 1821, η οποία ουσιαστικά ξεκίνησε στην… … Dictionary of Greek